Ο όρος Κλινική Καρδιολογία αναφέρεται στην συνολική αντιμετώπιση του ασθενούς που διερευνάται ή θεραπεύεται για καρδιακές παθήσεις. Η συνήθης συμπτωματολογία που οδηγεί τον/την ασθενή στον ιατρό είναι πόνος στο στήθος, τον λαιμό ή το αριστερό χέρι κατά την σωματική κόπωση (στηθάγχη), δύσπνοια κατά την κόπωση ή και στην ηρεμία (δυσλειτουργία αριστεράς κοιλίας ή καρδιακών βαλβίδων), οίδημα κάτω άκρων (δυσλειτουργία δεξιάς κοιλίας ή καρδιακών βαλβίδων) και αίσθημα παλμών (αρρυθμίες). Ο όρος καρδιακή προσβολή αναφέρεται σε έμφραγμα μυοκαρδίου, δηλαδή απόφραξη μία στεφαναιαίας αρτηρίας. Ο αιφνίδιος καρδιακός θάνατος οφείλεται σε ταχυαρρυθμίες ή ασυστολία σε περιπτώσεις καρδιακής ανεπάρκειας. Οι αρρυθμίες αυτές μπορεί να είναι αποτέλεσμα εμφράγματος μυοκαρδίου ή ηλεκτρικών διαταραχών της καρδιάς. Η έκπτωση της λειτουργίας των καρδιακών μυών της αριστεράς ή δεξιάς ευθύνεται για εμφάνιση καρδιακής ανεπάρκειας.
Η αιτία στηθάγχης είναι η στεφανιαία νόσος, η οποία προκαλείται όταν τα αιμοφόρα αγγεία της καρδιάς – οι στεφανιαίες αρτηρίες – παρουσιάζουν στένωση ή απόφραξη, με αποτέλεσμα τη μείωση της παροχής αίματος στην καρδιά. Η παθοφυσιολογία της στεφανιαίας νόσου περιλαμβάνει μια πολύπλοκη αλληλεπίδραση μεταβολισμού λιπιδίων και συσσωρεύσεως λιπώδων εναποθέων, ενδοθηλιακής δυσλειτουργίας, και φλεγμονωδών διεργασιών. Η βλάβη ή η δυσλειτουργία του ενδοθηλίου που προκαλείται από παράγοντες κινδύνου, οδηγεί στη διείσδυση LDL χοληστερόλης στο αρτηριακό τοίχωμα. Η επακόλουθη οξείδωση της LDL χοληστερόλης προσελκύει φλεγμονώδη κύτταρα, με αποτέλεσμα το σχηματισμό αθηρωματικών πλακών. Με την πάροδο του χρόνου, αυτές οι πλάκες μεγαλώνουν σε μέγεθος, προκαλώντας δυνητικά μερική ή πλήρη απόφραξη των στεφανιαίων αρτηριών και υποσκάπτοντας τη ροή του αίματος προς την καρδιά. Αρκετοί παράγοντες κινδύνου συμβάλλουν στην ανάπτυξη και εξέλιξη της στεφανιαίας νόσου, συμπεριλαμβανομένων των τροποποιήσιμων παραγόντων όπως το κάπνισμα, η υψηλή αρτηριακή πίεση, η δυσλιπιδαιμία (αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης), ο σακχαρώδης διαβήτης, η παχυσαρκία, η καθιστική ζωή και η ανθυγιεινή διατροφή. Έμφραγμα του μυοκαρδίου εκδηλώνεται, όταν διακόπτεται αιφνίδια η παροχή αίματος σε ένα τμήμα του μυοκαρδίου, γεγονός που οδηγεί σε νέκρωση των καρδιακών κυττάρων. Αυτό συνήθως προκαλείται από απόφραξη σε μία ή περισσότερες από τις στεφανιαίες αρτηρίες, οι οποίες τροφοδοτούν με αίμα τον καρδιακό μυ. Η πιο κοινή αιτία εμφράγματος του μυοκαρδίου είναι η ρήξη αθηροσκληρωτικής πλάκας σε στεφανιαία αρτηρία. Εάν η πλάκα σπάσει, μπορεί να προκαλέσει το σχηματισμό θρόμβου αίματος, οδηγώντας σε πλήρη απόφραξη της αρτηρίας και επακόλουθο έμφραγμα του μυοκαρδίου, δηλαδη νέκρωση ενός μέρους του μυικού ιστού της καρδιάς και ,ενδεχομένως, έκπτωση της λειτουργίας του.
Η καρδιακή ανεπάρκεια χαρακτηρίζεται από την αδυναμία της καρδιάς να παραλάβει το αίμα από το αγγειακό δίκτυο, να το προωθήσει στους πνεύμονες κι έπειτα να το παραλάβει ξανά, ώστε να το προωθήσει στο δίκτυο των αρτηριών. Αυτή η αδυναμία συνεπάγεται ανεπαρκή παροχή οξυγόνου και θρεπτικών ουσιών στα όργανα και τους ιστούς του σώματος. Συνήθως, προκαλείται από υποκείμενες καρδιαγγειακές παθήσεις όπως η στεφανιαία νόσος, η αρτηριακή υπέρταση, η ιογενής μυοκαρδίτιδα, οι βαλβδιδοπάθειες ή οι μυοκαρδιοπάθειες. Εκδηλωνεται με δύσπνοια κατά την κοπωση, αδυναμία και ενδεχομένως, περιφερικά οιδήματα. Η διαχείριση της χρόνιας καρδιακής ανεπάρκειας στοχεύει στη βελτίωση των συμπτωμάτων, στην επιβράδυνση της εξέλιξης της νόσου και στη βελτίωση της ποιότητας ζωής του ασθενούς. Συνήθως περιλαμβάνει έναν συνδυασμό τροποποιήσεων του τρόπου ζωής, φαρμάκων και μερικές φορές συσκευών ή χειρουργικών επεμβάσεων. Για ασθενείς με προχωρημένη χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια, μπορεί να απαιτηθούν πρόσθετες παρεμβάσεις. Αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν θεραπεία καρδιακού επανασυγχρονισμού με εμφύτευση αμφικοιλιακών βηματοδοτών, ενώ μπορεί να έχει ένδειξη η εμφύτευση απινιδωτών για την πρόληψη, απειλητικών για τη ζωή, αρρυθμιών. Σε ορισμένες περιπτώσεις, υφίσταται η ανάγκη συσκευών υποβοηθήσεως της αριστεράς κοιλίας που βοηθούν την καρδιά να αντλεί αίμα ή, σε σοβαρές περιπτώσεις, μεταμόσχευση καρδιάς.
Αντίστοιχα με τις τέσσερις καρδιακές κοιλότητες, η καρδιά διαθέτει τέσσερις βαλβίδες, δύο στη δεξιά και δύο στην αριστερή πλευρά, την αορτική, τη μιτροειδή, την τριγλώχινα και την πνευμονική βαλβίδα. Αυτές οι βαλβίδες συνδράμουν στη διατήρηση της σωστής ροής του αίματος μέσω της καρδιάς προς τους πνεύμονες και το υπόλοιπο σώμα. Επί περιπτώσεως δυσλειτουργίας των βαλβίδων, χρησιμοποιείται ευρέως ο όρος βαλβιδοπάθειες. Οι βαλβιδοπάθειες εκδηλώνονται εξαιτίας διαφόρων αιτίων, συμπεριλαμβανομένων συγγενών ανωμαλιών, λοιμώξεων, εκφυλιστικών αλλαγών ή καταστάσεων, όπως ο ρευματικός πυρετός.
Οι μυοκαρδιοπάθειες συνιστούν μια ομάδα ασθενειών που επηρεάζουν τον καρδιακό μυ (μυοκάρδιο), εκδηλώνονται με δυσλειτουργία της αριστεράς ή της δεξιάς κοιλίας (ή και των κόλπων) της καρδιάς. Αυτές οι καταστάσεις μπορεί να οδηγήσουν σε δομικές και λειτουργικές ανωμαλίες της καρδιάς, μειώνοντας την ικανότητά της να αντλεί αίμα αποτελεσματικά. Οι μυοκαρδιοπάθειες είναι τυπικά χρόνιες και προοδευτικές και μπορούν να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στη συνολική καρδιαγγειακή υγεία ενός ατόμου. Υπάρχουν διάφορες μορφές μυοκαρδιοπαθειών, ανάλογα με την υποκείμενη αιτία και το μηχανισμό εκδήλωσης. Οι αιτίες των μυοκαρδιοπαθειών μπορεί να ποικίλλουν. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να είναι κληρονομικά ή να προέρχονται από γενετικές μεταλλάξεις που επηρεάζουν τη δομή και τη λειτουργία του καρδιακού μυός. Άλλες αιτίες μπορεί να περιλαμβάνουν ιογενείς λοιμώξεις, ορισμένα φάρμακα ή τοξίνες, συστηματικές ασθένειες (όπως διαβήτης ή διαταραχές του θυρεοειδούς), χρόνια αρτηριακή υπέρταση και αυτοάνοσα νοσήματα. Η διάγνωση των μυοκαρδιοπαθειών συνήθως περιλαμβάνει έναν συνδυασμό αξιολόγησης του ιατρικού ιστορικού, κλινικής εξέτασης, ηλεκτροκαρδιογραφήματος, υπερήχου καρδιάς, καρδιακής μαγνητικής τομογραφίας και γενετικού ελέγχου.
Οι αρρυθμίες εκδηλώνονται με τη διαταραχή του φυσιολογικού καρδιακού ρυθμού και περιλαμβάνουν ένα εξαιρετικά ευρύ φάσμα διαταραχών. Οι διαταραχές αυτές του καρδιακού ρυθμού διακρίνονται στις ταχυκαρδίες ή ταχυαρρθυμίες, όταν ο καρδιακός ρυθμός υπερβαίνει τις 100 σφύξεις/λεπτό και τις βραδυκαρδίες ή βραδυαρρυθμίες όταν ο καρδιακός ρυθμός είναι μικρότερος από 50 σφύξεις/λεπτό. Οι αρρυθμίες μπορεί να κυμαίνονται από ήπιες και αβλαβείς έως σοβαρές και απειλητικές για τη ζωή. Οι μη φυσιολογικοί αυτοί καρδιακοί ρυθμοί μπορούν να λάβουν διαφόρους τύπους, ανάλογα με το αν το σημείο εκκίνησής τους είναι οι κόλποι ή οι κοιλίες της καρδιάς, με αποτέλεσμα να αποκαλούνται υπερκοιλιακές ή κοιλιακές αντίστοιχα. Στις υπερκοιλιακές αρρυθμίες εντάσσονται η κολπική ταχυκαρδία, η ταχυκαρδία επανεισόδου στον κολποκοιλιακό κόμβο, η ταχυκαρδία με συμμετοχή παραπληρωματικού δεματίου και ο κολπικός πτερυγισμός. Οι κοιλιακές αρρυθμίες διακρίνονται στις έκτακτες κοιλιακές συστολές, την κοιλιακή ταχυκαρδία και την κοιλιακή μαρμαρυγή. Η τελευταία αποτρέπει την αποτελεσματική άντληση αίματος από την καρδιά, οδηγώντας σε ξαφνική απώλεια συνείδησης και καρδιακή ανακοπή. Η άμεση ιατρική φροντίδα και η απινίδωση είναι απαραίτητα για την αποκατάσταση του φυσιολογικού καρδιακού ρυθμού και την πρόληψη αιφνίδιου καρδιακού θανάτου. Ο πιο διαδεδομένος τύπος αρρυθμίας είναι η κολπική μαρμαρυγή, η οποία εμφανίζεται όταν τα ηλεκτρικά σήματα στους κόλπους της καρδιάς καθίστανται χαοτικά και ακανόνιστα, γεγονός που συμβάλλει στη μεταφορά πολλαπλών και πολυάριθμων ερεθισμάτων στις κοιλίες. Η αποδιοργανωμένη ηλεκτρική δραστηριότητα της καρδιάς μπορεί να οδηγήσει στην μειωμένη ικανότητα εξώθησης αίματος, το οποίο λιμνάζει μέσα στους κόλπους αντί να προωθείται αποτελεσματικά. Η κατάσταση αυτή ενδέχεται να συμβάλλει στο σχηματισμό θρόμβων, που μπορεί να αποσπασθούν και μέσω της κυκλοφορίας του αίματος να εισχωρήσουν σε κάποια αρτηρία του εγκεφάλου αποφράσσοντάς τη και έτσι, οδηγώντας τη σε αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. Άλλες δυσμενείς καταστάσεις που μπορεί να προκληθούν επί περιπτώσεως κολπικής μαρμαρυγής είναι η κόπωση του μυοκαρδίου και καρδιακή ανεπάρκεια.
Οι αιτίες των αρρυθμιών ποικίλλουν ευρέως. Μπορούν να προκληθούν από καρδιακές παθήσεις, όπως στεφανιαία νόσο, καρδιακή ανεπάρκεια, διαταραχές της καρδιακής βαλβίδας, συγγενείς καρδιακές ανωμαλίες ή διαταραχές της ηλεκτρικής λειτουργίας του μυοκαρδίου, συνήθως λόγω γενετικών αιτιών. Άλλοι παράγοντες που συμβάλλουν στις αρρυθμίες περιλαμβάνουν υψηλή αρτηριακή πίεση, διαταραχές ηλεκτρολυτών, ορισμένα φάρμακα, κατάχρηση αλκοόλ ή ναρκωτικών, διαταραχές θυρεοειδούς, άγχος και διεγερτικά όπως η νικοτίνη. Η αντιμετώπιση των αρρυθμιών εξαρτάται από τον τύπο, τη σοβαρότητα και τις υποκείμενες αιτίες.
Επικοινωνήστε μαζί μας