Η επεμβατική θεραπεία κατάλυσης (ablation) αρρυθμιών επιτρέπει την εκρίζωση του αιτίου της αρρυθμίας, όπως μιας εκτοπικής αρρυθμιογόνου εστίας ή ενός κυκλώματος ταχυκαρδίας. Η αποτελεσματικότητά της εξαρτάται από το είδος της αρρυθμίας και από τα χαρακτηριστικά της ηλεκτροφυσιολογικής διαταραχής.
Η διαδικασία της κατάλυσης
Η επέμβαση πραγματοποιείται με παρακέντηση της μηριαίας φλέβας ή αρτηρίας, έπειτα από χορήγηση τοπικής αναισθησίας. Αφού εντοπιστεί ο αρρυθμιολογικός παράγοντας, εισάγονται διαδερμικά καθετήρες που φέρουν στο άκρο τους ηλεκτρόδια, τα οποία καταγράφουν ηλεκτρικά σήματα από συγκεκριμένα τμήματα της καρδιάς υπό ακτινοσκοπική καθοδήγηση.
Τα στάδια αυτά συχνά έχουν προηγηθεί, εάν έχει διενεργηθεί ηλεκτροφυσιολογική μελέτη στον ίδιο χρόνο.
Αφού εισαχθούν οι καθετήρες και προκληθεί ταχυκαρδία, εισάγεται ειδικός καθετήρας κατάλυσης, ο οποίος τοποθετείται στα σημεία του μυοκαρδίου όπου εντοπίζεται ο μηχανισμός πρόκλησης της αρρυθμίας. Ο καθετήρας αυτός ενδέχεται να χρειαστεί να μετακινηθεί από περιοχή σε περιοχή έως τον εντοπισμό του κατάλληλου σημείου.
Τεχνικές κατάλυσης
Ανάλογα με το είδος της αρρυθμίας και το ανατομικό υπόστρωμα, η κατάλυση μπορεί να πραγματοποιηθεί με τις εξής τεχνικές:
- Χορήγηση υψίσυχνου ρεύματος (Radiofrequency Ablation), το οποίο προκαλεί θερμική νέκρωση, μικρής έκτασης περιοχών του μυοκαρδίου που ευθύνονται για την αρρυθμία.
- Κρυοκατάλυση (Cryoablation) με τη χρήση ειδικού μπαλονιού, η οποία επιτυγχάνει ψύξη του ιστού.
- Pulse Field Ablation, νεότερη τεχνική που χρησιμοποιεί ηλεκτρικά πεδία για εκλεκτική καταστροφή των αρρυθμιογόνων κυττάρων, με σημαντικά πλεονεκτήματα ασφαλείας.
Ενδείξεις για επεμβατική θεραπεία κατάλυσης αρρυθμιών
Η επεμβατική θεραπεία κατάλυσης αποτελεί ενδεδειγμένη επιλογή σε ασθενείς με συμπτωματικές ταχυαρρυθμίες, όταν αυτές οφείλονται σε εντοπισμένες εστίες ή κυκλώματα επανεισόδου που μπορούν να εκριζωθούν με ασφάλεια.
Ενδείκνυται σε περιπτώσεις, όπου τα συμπτώματα είναι έντονα ή υποτροπιάζουν, καθώς και όταν δεν υπάρχει ικανοποιητική ανταπόκριση στη φαρμακευτική αγωγή ή όταν αυτή δεν είναι καλά ανεκτή.
Οι συνηθέστερες κλινικές ενδείξεις περιλαμβάνουν:
- Παροξυσμικές υπερκοιλιακές ταχυκαρδίες (AVNRT, AVRT/WPW)
- Πτερυγισμό των κόλπων
- Κολπική μαρμαρυγή σε επιλεγμένους ασθενείς
- Εκτοπικές κοιλιακές συστολές υψηλής συχνότητας ή κοιλιακή ταχυκαρδία σε απουσία δομικής καρδιοπάθειας
- Αρρυθμίες που υποτροπιάζουν παρά τη φαρμακευτική αγωγή
- Kοιλιακή ταχυκαρδία σε ασθενείς με προηγούμενο έμφραγμα μυοκαρδίου ή μυοκαρδιοπάθειες
Η επιλογή της κατάλυσης εξατομικεύεται ανάλογα με το είδος της αρρυθμίας, τη βαρύτητα των συμπτωμάτων και τα συνοδά κλινικά χαρακτηριστικά του ασθενούς.
Συνδυασμός με ηλεκτροφυσιολογική μελέτη
Όταν οι διαγνωστικές ηλεκτροφυσιολογικές μελέτες αναδεικνύουν την ανάγκη για επεμβατική θεραπεία κατάλυσης, η κατάλυση μπορεί να πραγματοποιηθεί στον ίδιο χρόνο.
Αφού ολοκληρωθεί η χαρτογράφηση της προέλευσης και των χαρακτηριστικών της αρρυθμίας, μπορεί να ακολουθήσει η θεραπευτική παρέμβαση, εφόσον αυτό κριθεί απαραίτητο και έχει προηγηθεί ενημέρωση και συμφωνία του ασθενούς.
Μετεπεμβατική πορεία και παρακολούθηση
Μετά την ολοκλήρωση της κατάλυσης, ο ασθενής παραμένει για σύντομο χρονικό διάστημα υπό παρακολούθηση, προκειμένου να διασφαλιστεί η σταθερότητα του καρδιακού ρυθμού και να αποκλειστούν πρώιμες επιπλοκές από το σημείο της παρακέντησης.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, η ανάρρωση είναι ομαλή και ο ασθενής μπορεί να επιστρέψει στις καθημερινές του δραστηριότητες εντός λίγων ημερών, σύμφωνα με τις οδηγίες του θεράποντος ιατρού.
Η κλινική παρακολούθηση και ο ενδεδειγμένος καρδιολογικός έλεγχος συμβάλλουν στη μακροχρόνια αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της επέμβασης και στην έγκαιρη αντιμετώπιση τυχόν υποτροπών.
Αποτελεσματικότητα και πρόγνωση
Η επεμβατική θεραπεία κατάλυσης αρρυθμιών έχει καθιερωθεί ως ιδιαίτερα αποτελεσματική μέθοδος αντιμετώπισης συγκεκριμένων ταχυαρρυθμιών, με υψηλά ποσοστά επιτυχίας, όταν εντοπίζεται με ακρίβεια ο αρρυθμιολογικός μηχανισμός. Η εξάλειψη της εκτοπικής εστίας ή του κυκλώματος επανεισόδου οδηγεί σε άμεση διακοπή της αρρυθμίας και σε σταθερή βελτίωση των συμπτωμάτων.
Η μακροπρόθεσμη πρόγνωση εξαρτάται από το είδος της αρρυθμίας, την παρουσία συνοδών καρδιοπαθειών και τη δομική κατάσταση του μυοκαρδίου. Σε αρρυθμίες με καλά καθορισμένο υπόστρωμα, όπως οι υπερκοιλιακές ταχυκαρδίες ή ο τυπικός κολπικός πτερυγισμός, η κατάλυση παρέχει οριστική θεραπεία στην πλειονότητα των ασθενών.
Σε πιο σύνθετες αρρυθμίες, όπως η κολπική μαρμαρυγή ή οι κοιλιακές ταχυαρρυθμίες, τα αποτελέσματα επηρεάζονται από την έκταση της υποκείμενης καρδιακής νόσου και ενδέχεται να απαιτούνται συμπληρωματικές παρεμβάσεις.
Η εξέλιξη των μεθόδων κατάλυσης και η κλινική εμπειρία των χειριστών έχουν συμβάλει στη βελτίωση των αποτελεσμάτων και της ασφάλειας της διαδικασίας, καθιστώντας την μια αξιόπιστη θεραπευτική επιλογή για ολοένα περισσότερους ασθενείς.
Επικοινωνήστε μαζί μας